- ἀρθμῷ
- ἀρθμόςa bondmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρθμῶι — ἀρθμῷ , ἀρθμός a bond masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρθμούμαι — όομαι, Α είμαι συναρμοσμένος («ὁ τράχηλος συναρθμοῡται», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρθμῶ «ενώνω, συνδέω» (< ἀρθμός «σύνδεσμος, φιλία») κατά τα συνηρημένα σε όω / ῶ] … Dictionary of Greek
συναρθμώ — έω, Α συμφωνώ («ἐμοῑσι συναρθμῆσαι ἐπέεσσι», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀρθμῶ, έω «συνδέω, συμβιβάζω» (< ἀρθμός «ένωση, φιλία»)] … Dictionary of Greek